- σταφυλή
- η, ΝΜΑ1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔβ. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.)2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος τής μαλακής υπερώας και παίζει ρόλο στην κατάποση και στη φώνησηαρχ.1. φλεγμονή τής κιονίδας τού φάρυγγα2. (κατά τον Αιλ.) «εἶδος θαλασσίας βοτάνης»3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ζυγοῡ τὸ μέσον»4. φρ. «ἀγρία σταφυλή» — το φυτό αγριάμπελος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τον τ. στέμφυλα «μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. ἀσταφίς / σταφίς].
Dictionary of Greek. 2013.